πταισμάτων

πταισμάτων
πταῑσμάτων , πταῖσμα
stumble
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Рождество Пресвятой Богородицы — Статья о церковном праздновании. О народной обрядности см. статью Осенины Рождество Пресвятой Богородицы …   Википедия

  • αγροφυλακή — Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13 5 1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους… …   Dictionary of Greek

  • εξαλείπτωρ — ἐξαλείπττωρ, ο (Μ) [εξαλείφω] αυτός που εξαλείφει («ἐξαλείπτωρ πταισμάτων») …   Dictionary of Greek

  • εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά …   Dictionary of Greek

  • κοτζάμπασης — Ονομασία των προεστών ή δημογερόντων ενός τόπου κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο κ. εκλεγόταν διά βοής από τους χριστιανούς κατοίκους μιας περιοχής· η διάρκεια του αξιώματός του ήταν ετήσια, αλλά μπορούσε να παραταθεί, αν δεν υπήρχαν… …   Dictionary of Greek

  • κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • παράβαση — (Νομ.). Στο δίκαιο χαρακτηρίζεται γενικά ως π. οποιαδήποτε παραβίαση νομικού κανόνα. Στο ποινικό δίκαιο διαφόρων χωρών, ο όρος π. δηλώνει ειδικότερα τα ελαφρύτερα αδικήματα, που ο ελληνικός Π.Κ. περιλαμβάνει στην κατηγορία των πταισμάτων. Στον… …   Dictionary of Greek

  • πταισματοδίκης — ο, Ν (πολ. δικ.) δικαστής αρμόδιος για την εκδίκαση πταισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πταίσμα, ατος + δίκης (< δίκη), πρβλ. ειρηνο δίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • πταισματοδικείο — το, Ν 1. (πολ. δίκ.) πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδικάσεως πταισμάτων 2. (κατ επέκτ.) το οίκημα όπου στεγάζεται το παραπάνω δικαστήριο και οι σχετικές υπηρεσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πταισματοδίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στους Ἑλληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”